Συνηθέστερα κατάγματα2019-02-18T15:55:13+03:00

Συνηθέστερα κατάγματα

  • Κάταγμα οσφυικού σπονδύλου

  • Οστεοπορωτικό κάταγμα

  • Κατάγματα ισχίου

  • Κατάγματα ηβοισχιακού κλάδου

  • Κατάγματα κάτω πέρατος κερκίδας

  • Κάταγμα βραχιονίου οστού

  • Κάταγμα κνήμης

  • Κατάγματα επιγονατίδας

  • Κατάγματα δίκην χλωρού ξύλου σε παιδιά

Θα περιγράψουμε μερικές συχνές αιτίες και κάποιες γενικές αρχές θεραπείας.
Ο ορθοπαιδικός σας θα είναι σε θέση να σας δώσει πιο λεπτομερή καθοδήγηση για το πρόβλημά σας.

Κάταγμα οσφυικού σπονδύλου

Η οσφυϊκή μοίρα της σπονδυλικής στήλης όπως και η θωρακική, μπορεί να εμφανίσει κατάγματα μετά πτώση ή κατά τη διάρκεια τροχαίου ατυχήματος. Ενώ όμως τα κατάγματα της θωρακικής μοίρας λόγω της διόδου του νωτιαίου μυελού είναι πολύ σοβαρά γιατί υπάρχει πιθανότητα να προκαλέσουν παραπληγία, τα κατάγματα της οσφυϊκής μοίρας λόγω της σχέσης τους όχι πλέον με το νωτιαίο μυελό, αλλά με νεύρα έχουν μικρότερη επίπτωση.

Ο νωτιαίος μυελός φτάνει μέσα στο νωτιαίο σωλήνα (το σωλήνα που δημιουργείται από τα τόξα των σπονδύλων) μέχρι το ύψος του Ο1 σπονδύλου. Άρα κάθε κάταγμα πάνω από τον Ο1 μπορεί να προκαλέσει παραπληγία και κάτω από τον Ο1 μπορεί να προκαλέσει μόνο βλάβη σε νεύρο.

Ο ασθενής εμφανίζει 2-3 ημέρες μετά την πτώση πόνο σε κάθε προσπάθεια κίνησης και έγερσης. Πονάει όταν γυρίζει στο κρεβάτι, όταν εγείρεται από το κρεβάτι και την πολυθρόνα.

Κάποια άτομα με πολλαπλά σπονδυλικά κατάγματα θα χρειαστεί να φορέσουν έναν ειδικό κηδεμόνα σπονδυλικής στήλης. Ο τύπος αυτού του ορθοπεδικού βοηθήματος διαφέρει σε κάθε τύπο και περιοχή κατάγματος. Ο σκοπός του είναι διπλός : από την μία πλευρά ελαττώνει το άλγος που προέρχεται από το ίδιο το κάταγμα και τον μυϊκό σπασμό που μπορεί να δημιουργείται στους μυς της περιοχής και από την άλλη προστατεύει την περιοχή στις καθημερινές σας δραστηριότητες, ώστε τα κατάγματα να επουλωθούν όσο το δυνατό σωστότερα και επαρκέστερα, μειώνοντας έτσι και τον κίνδυνο υπερβολικής κυφωτικής διαμόρφωσης. Η χρήση του απαιτεί προσοχή σε ένα πολύ σημαντικό σημείο. Πρέπει ο ασθενής να θυμάται ότι ο κηδεμόνας-νάρθηκας είναι προσωρινό μέτρο και να μην επαναπαύεται στη χρήση του.

Η σπονδυλική στήλη θα πρέπει να «σταθεί»μόνη της σε όσο το δυνατό μικρότερο χρονικό διάστημα γίνεται. Για το λόγο αυτό η χρήση του νάρθηκα οφείλει να περιορίζεται σε χρονική διάρκεια μέσα στην ημέρα, καθώς ο καιρός περνά, και να αυξάνεται ο χρόνος και η ένταση των ασκήσεων ενδυνάμωσης των μυϊκών ομάδων.

Οστεοπορωτικό κάταγμα

Τα κατάγματα από πτώση θεωρούνται κατάγματα λόγω οστεοπόρωσης και γι΄ αυτό είναι συχνότερα σε γυναίκες μετά την εμμηνόπαυση και σε άνδρες μεγάλης ηλικίας. Προκαλούνται σε απλές πτώσεις και όχι από βαρύ τραυματισμό.

Τα οστεοπορωτικά αυτά κατάγματα έχουν χαρακτηριστική εμφάνιση στις ακτινογραφίες. Ο σπόνδυλος από τετράπλευρος εμφανίζεται με σχήμα σφηνοειδές ή αποπλατυσμένο.

Κατάγματα ισχίου

Τα κατάγματα ισχίου σε ηλικιωμένα άτομα (συνήθως μετά την 7η δεκαετία της ζωής) είναι μία συχνή αιτία εισαγωγής σε ορθοπαιδικές κλινικές.

Η συνήθης αιτία είναι τα αδύνατα οστά που σπάνε εύκολα και οι συχνές πτώσεις. Τα αδύνατα οστά οφείλονται κυρίως σε οστεοπόρωση, αλλά και σε άλλους παράγοντες όπως ανεπάρκεια βιταμίνης D, διαβήτης, αλκοολισμός, χρόνιες παθήσεις, δύσκολη και μειωμένη κινητικότητα για μεγάλα χρονικά διαστήματα, που απαντώνται συχνά σε ηλικιωμένους. Οι συχνές πτώσεις οφείλονται σε ανεπάρκεια μυών, έλλειψη επαρκούς ισορροπίας, προβλήματα όρασης, ακοής κλπ.

Τα τελευταία χρόνια λόγω της αύξησης του προσδόκιμου επιβίωσης έχουν αυξηθεί τα συγκεκριμένα κατάγματα, ενώ συνήθως συνυπάρχουν και άλλες χρόνιες παθήσεις που απαιτούν κι αυτές την κατάλληλη προσοχή. Γι’ αυτόν το λόγο είναι πλέον συνήθης πρακτική η οργάνωση μονάδων αντιμετώπισης των καταγμάτων με ορθοπαιδικούς, παθολόγους και φυσιοθεραπευτές. Η προσοχή όλων δίνεται ώστε ο ασθενής να χειρουργηθεί το συντομότερο δυνατόν, (μέσα στο πρώτο 24ωρο από το ατύχημα) και πάντως όχι μετά από 48 ώρες, γιατί έχει διαπιστωθεί ότι μετά το διάστημα αυτό αυξάνουν οι επιπλοκές, όπως κατακλίσεις, επιδείνωση καρδιοαναπνευστικών προβλήματων, πνευμονική εμβολή, λοιμώξεις αναπνευστικού και ουροποιητικού και άλλες.

Είναι πλέον αποδεκτό διεθνώς, ότι ο ασθενής κινδυνεύει περισσότερο αν δε χειρουργηθεί, παρά εάν χειρουργηθεί. Μάλιστα είναι χαρακτηριστικό ότι ο ασθενής με τα περισσότερα προβλήματα, που καθιστούν την επέμβαση υψηλού ρίσκου είναι αυτός που τη χρειάζεται περισσότερο για να έχει πιθανότητες επιβίωσης.

Ο ασθενής αμέσως μετά την εγχείρηση πρέπει να αρχίζει φυσιοθεραπευτική αγωγή με σκοπό να επανέλθει η κινητικότητά του το συντομότερο δυνατόν σε παρόμοια κατάσταση με αυτή προ του ατυχήματος.

Αξίζει να σημειωθεί ότι αν δε γίνει σωστή και γρήγορη αντιμετώπιση του προβλήματος η θνησιμότητα ξεπερνά το 20% τον πρώτο χρόνο, ενώ από αυτούς που επιζούν 1 στους 2 δεν επανέρχεται ποτέ στην προ του κατάγματος κινητική κατάσταση.

Διακρίνονται σε:

  • Υποκεφαλικά ή ενδοκαψικά
  • Περιτροχαντήρια ή εξωκαψικά (διατροχαντήρια και υποτροχαντήρια)

Θεραπεία:

Τα υποκεφαλικά αντιμετωπίζονται χειρουργικά με ημιολική αρθροπλαστική (bipolar) λόγω υψηλού κινδύνου για άσηπτη νέκρωση της μηριαίας κεφαλής.

Τα περιτροχαντήρια αντιμετωπίζονται επίσης χειρουργικά με short ή long γ-nail.

Κατάγματα ηβοισχιακού κλάδου

Ενώ τα κατάγματα της λεκάνης οφείλονται σε μεγάλης βίας τραυματισμό και είναι πολύ βαρεία κάκωση με κινδύνους για τη ζωή του ανθρώπου, τα κατάγματα των ηβοϊσχιακών κλάδων είναι ελαφράς επίπτωσης κατάγματα, που συμβαίνουν συνήθως στην γεροντική ηλικία από κάκωση σε απλή πτώση.

Τα κατάγματα αυτά αφορούν τα δύο οστά που «κλείνουν» προς τα εμπρός τον δακτύλιο της λεκάνης και συνδέονται με μία άρθρωση-συνδέσμωση, την ηβική σύμφυση.

Μετά από πτώση παρουσιάζεται πόνος χαμηλά εμπρός στην περιοχή του ενός ισχίου, που επιτείνεται στη βάδιση

Η διαφορά του κατάγματος του ηβοϊσχιακού κλάδου από το κάταγμα του ισχίου είναι η διατήρηση της φυσιολογικής κινητικότητας του ισχίου που επηρεάζεται πολύ στα κατάγματα του ισχίου.

Το μόνο που επηρεάζεται στο κάταγμα του ηβοϊσχιακού κλάδου είναι η αδυναμία άρσεως του σκέλους τεντωμένου με αντίσταση.

Η επιβεβαίωση της διάγνωσης γίνεται με απλή ακτινογραφία.

Κατάγματα κάτω πέρατος κερκίδας

Γενικά τα κατάγματα του κάτω πέρατος κερκίδας είναι από τα συχνότερα κατάγματα στην Ορθοπαιδική. Συνήθως εμφανίζονται σε ασθενείς άνω των 65 ετών, μετά από τραυματισμό χαμηλής ενέργειας, κυρίως πτώση στο έδαφος, αλλά μπορεί να συμβούν και σε νεότερους ασθενείς, ως αποτέλεσμα τραυματισμών υψηλής ενέργειας, όπως τροχαία ατυχήματα, ή πτώσεις από ύψος. Στην πρώτη περίπτωση σχεδόν πάντα συνυπάρχει κάποιου βαθμού οστεοπόρωση.

Διάγνωση

Η διάγνωση ενός κατάγματος κάτω πέρατος κερκίδος είναι συνήθως εύκολη. Η κλινική εικόνα συνοδεύεται από:

  • Οίδημα (πρήξιμο)
  • Παραμόρφωση (συνήθως «δίκην πιρουνιού», διπλανή εικόνα)
  • Έντονο πόνο
  • Δυσχέρεια στις κινήσεις του καρπού
  • Εκχύμωση (μελανιά)

Η οριστική διάγνωση επιβεβαιώνεται με απλές ακτινογραφίες, οι οποίες συνήθως επαρκούν. Συμπληρωματικά, η διενέργεια αξονικής τομογραφίας μπορεί να βοηθήσει στη λεπτομερέστερη απεικόνιση του κατάγματος και στον προεγχειρητικό σχεδιασμό.

Αντιμετώπιση

Τα κατάγματα αυτά αντιμετωπίζονται συντηρητικά με κλειστή ανάταξη, ή χειρουργικά με εξωτερική ή εσωτερική οστεοσύνθεση.

Κάταγμα βραχιονίου οστού

Τα κατάγματα του εγγύς πέρατος του βραχιονίου είναι στην πλειοψηφία των περιπτώσεων αποτέλεσμα πτώσης ή σημαντικού τραυματισμού, όπως τροχαία ατυχήματα. Στους ηλικιωμένους ασθενείς όπου το οστό είναι οστεοπορωτικό χρειάζεται λιγότερη δύναμη (κακώσεις χαμηλής βίας).

Οι νέοι ασθενείς έχουν σε γενικές γραμμές ανθεκτικότερα οστά που δεν σπάνε με μια απλή πτώση. Ένα οστό, για να υποστεί κάταγμα απαιτείται μεγαλύτερη ποσότητα ενέργειας, όπως σε τροχαία ατυχήματα ή μετά από πτώση από ύψος, κ.α.

Ο ακτινολογικός έλεγχος συνήθως αρκεί για να περιγράψει και να επιβεβαιώσει την διάγνωση ενός κατάγματος του βραχιονίου. Στο τμήμα επειγόντων χρησιμοποιούνται συγκεκριμένες λήψεις “τραύματος” (προσθιοπίσθια, διαθωρακική, και μασχαλιαία λήψη) για να απεικονιστεί με λεπτομέρεια το κάταγμα

Η Αξονική τομογραφία (CT) δεν είναι απαραίτητη για την διάγνωση, αλλά είναι σε θέση να περιγράψει με απόλυτη ακρίβεια και λεπτομέρεια ένα πιο σύνθετο κάταγμα το οποίο μπορεί να χρειαστεί περαιτέρω αντιμετώπιση (προεγχειρητικός σχεδιασμός για την χειρουργική αντιμετώπιση)

Τα κατάγματα του εγγύς ή άνω πέρατος του βραχιονίου εξαρτώνται σε γενικές γραμμές από την ποιότητα του οστού, τον αριθμό των καταγματικών “τεμαχίων” και το μέγεθος της συντριβής. Η συντριπτικότητα αναφέρεται στα πολλά κομμάτια ή τεμάχια του κατάγματος που μπορεί να προκύψουν από τον τραυματισμό.

Η έννοια των τεμαχίων, που περιγράφεται και απεικονίζεται παρακάτω, αποτελεί σημαντικό παράγοντα για την λήψη των αποφάσεων για την σωστή αντιμετώπιση του κατάγματος, είτε αυτή είναι συντηρητική ή χειρουργική. Βάσει της ταξινόμησης του Neer, η οποία βρίσκεται ακόμα σε ισχύ, υπάρχουν – δυνητικά -τέσσερα τεμάχια στο εγγύς πέρας του βραχιονίου. Η κεφαλή, το μείζον και έλασσον βραχιόνιο όγκωμα και η διάφυση. Το μείζον και το έλασσον όγκωμα αποτελούν σημεία κατάφυσης των τενόντων του στροφικού πετάλου. Για να χαρακτηριστεί ένα τεμάχιο παρεκτοπισμένο σε σχέση με τα άλλα πρέπει να παρουσιάζει γωνίωση μεγαλύτερη των 45° και παρεκτόπιση μεγαλύτερη του 1 εκατοστού.

Με αυτόν τον τρόπο δημιουργούνται πολλαπλοί συνδυασμοί καταγμάτων που αντιμετωπίζονται με διαφορετικό τρόπο, ανάλογα με την περίπτωση.

ΣΥΝΤΗΡΗΤΙΚΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ

Όταν το κάταγμα παρουσιάζει ελάχιστη παρεκτόπιση, ή όταν η χειρουργική επέμβαση μπορεί να δημιουργήσει μεγαλύτερα προβλήματα (κακή ποιότητα του οστού και συνοδά παθολογικά προβλήματα), τότε επιλέγεται η συντηρητική αντιμετώπιση.

Μερικοί ασθενείς μπορεί να μη είναι σε θέση να χειρουργηθούν λόγω σοβαρών προβλημάτων υγείας ή αδυναμίας συνεργασίας και συμμόρφωσης. Επιπλέον, η κακή ποιότητα των οστών μπορεί να οδηγήσει σε αποτυχία της οστεοσύνθεσης. Γι’αυτούς τους λόγους, στις περιπτώσεις των ελάχιστα παρεκτοπισμένων καταγμάτων, η συντηρητική αντιμετώπιση μπορεί να οδηγήσει σε πολύ καλά λειτουργικά αποτελέσματα.

Σε αυτή την περίπτωση, το τραυματισμένο άκρο τοποθετείται σε ένα σύστημα ακινητοποίησης ώμου για 2 με 4 εβδομάδες (π.χ. φάκελος ανάρτησης), ενώ μετά την αφαίρεσή του αρχίζει ένα πρόγραμμα φυσικοθεραπείας που περιλαμβάνει ήπιες διατάσεις του ώμου για την αποκατάσταση της κίνησης. Μετά τον πρώτο μήνα και ανάλογα με την περίπτωση, προτίθενται ασκήσεις ενδυνάμωσης του ώμου

ΧΕΙΡΟΥΡΓΙΚΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ

Όταν η παρεκτόπιση του κατάγματος καθιστά αδύνατη την πώρωση του κατάγματος τότε συστήνεται η χειρουργική αντιμετώπιση. Εάν η ποιότητα του οστού είναι καλή τότε η λογικότερη θεραπευτική επιλογή είναι η εσωτερική οστεοσύνθεση (ORIF). Σε ορισμένες περιπτώσεις, τα τεμάχια του κατάγματος μπορούν να αναταχθούν και να σταθεροποιηθούν με τη βοήθεια βελονών υπό ακτινολογικό έλεγχο, αλλά τις περισσότερες φορές απαιτείται ανοικτή ανάταξη και εσωτερική οστεοσύνθεση με ειδική ανατομική πλάκα και βίδες

Κάταγμα κνήμης

Η κνήμη είναι ένα από τα μακρά οστά του σώματος που υπόκεινται πιο συχνά σε κατάγματα. Τα μακρά οστά, μεταξύ άλλων, περιλαμβάνουν το μηριαίο, το βραχιόνιο, την κνήμη και την περόνη. Τα κατάγματα της διάφυσης της κνήμης εντοπίζονται κάτω από την άρθρωση του γόνατος και πάνω από την ποδοκνημική. Επειδή απαιτείται μεγάλη ενέργεια για να σπάσει το οστό της κνήμης, συνήθως αυτού του είδους οι κακώσεις αποτελούν μέρος πολλαπλών τραυματισμών

Υψηλής ενέργειας τραυματισμοί, όπως για παράδειγμα τα τροχαία ατυχήματα αποτελούν συχνές αιτίες καταγμάτων κνημιαίας διάφυσης. Σε αυτές τις περιπτώσεις το οστό μπορεί να σπάσει σε πολλά τεμάχια (συντριπτικό κάταγμα). Οι αθλητικές κακώσεις, όπως για παράδειγμα μια πτώση κατά το τρέξιμο ή το σκι ή ακόμα μια σοβαρή σύγκρουση με συμπαίκτη στο ποδόσφαιρο είναι χαμηλότερης ενέργειας κακώσεις που όμως προκαλούν κατάγματα διάφυσης της κνήμης.

Τα κατάγματα αυτά προκαλούνται από μια στροφική δύναμη και οδηγούν σε λοξό ή σπειροειδές κάταγμα.

Τα πιο συχνά συμπτώματα μετά από κάταγμα διάφυσης της κνήμης περιλαμβάνουν:

  • Πόνο
  • Αδυναμία βάδισης ή φόρτισης του σκέλους
  • Παραμόρφωση ή αστάθεια του σκέλους
  • Τάση του σπασμένου οστού κάτω από το δέρμα ή προβολή του τελευταίου από μια σχισμή του δέρματος.
  • Παροδική απώλεια αισθητικότητας του ποδιού

Οι εξετάσεις που απαιτούνται για τον περαιτέρω έλεγχο είναι:

Απλές ακτινογραφίες: Θα δείξουν αν το πόδι έχει υποστεί κάταγμα και επίσης θα καταδείξουν τον τύπο του κατάγματος και την ύπαρξη ή μη της παρεκτόπισης. Επίσης θα δείξουν πόσα οστικά τεμάχια συμμετέχουν στο κάταγμα και επίσης θα δείξουν την ακεραιότητα ή μη της ποδοκνημικής άρθρωσης.

Αξονική τομογραφία: Μετά την μελέτη των απλών ακτινογραφιών ο ιατρός μπορεί να συστήσει αξονική τομογραφία. Αυτό γίνεται συνήθως εάν υπάρχει υποψία για επέκταση του κατάγματος στην ποδοκνημική άρθρωση ή στο γόνατο.

Η συντηρητική αντιμετώπιση συστήνεται σε ασθενείς που:

  • Δεν μπορούν να υποβληθούν σε χειρουργείο λόγω της συνολικής κατάστασης της υγείας τους
  • Είναι λιγότερο δραστήριοι, με αποτέλεσμα να μπορούν να αποδεχτούν κάποια γωνίωση ή μικρή βράχυνση του οστού.
  • Έχουν κάταγμα δύο τεμαχίων με μικρό μόνο κενό ανάμεσα στα οστικά τεμάχια

Χειρουργική αντιμετώπιση

Ο θεράπων ιατρός μπορεί να συστήσει χειρουργική αντιμετώπιση για ένα κάταγμα διάφυσης της κνήμης εάν αυτό είναι:

  • Ένα ανοιχτό κάταγμα με τραύματα που χρειάζονται παρακολούθηση
  • Εξαιρετικά ασταθές κάταγμα με πολλά οστικά τεμάχια και μεγάλο βαθμό παρεκτόπισης των τεμαχίων
  • Δεν έχει πωρωθεί («κολλήσει») με την κλασική μέθοδο

Ενδομυελική ήλωση:

Ο πιο σύγχρονος τρόπος αντιμετώπισης των καταγμάτων αυτών είναι η ενδομυελική ήλωση. Κατά τη διάρκεια αυτής της επέμβασης, ένας ειδικά σχεδιασμένος μεταλλικός ήλος εισέρχεται από την πρόσθια επιφάνεια του γόνατος στο μυελικό κανάλι της κνήμης. Ο ήλος διέρχεται από το κάταγμα και με αυτό τον τρόπο το σταθεροποιεί. Οι ήλοι αυτοί έχουν διάφορα μεγέθη και διαμέτρους για να ταιριάζουν στις κνήμες των ασθενών. Ο ήλος σταθεροποιείται με βίδες και στα δύο άκρα του, με αποτέλεσμα το κάταγμα να είναι σταθερό για την πώρωσή του. Η ενδομυελική ήλωση επιτρέπει την ισχυρή και σταθερή ακινητοποίηση που απαιτείται για την επούλωση.

Οστεοσύνθεση με Πλάκες και βίδες (ORIF):

Τα κατάγματα της διάφυσης της κνήμης μπορούν με μεγάλη επιτυχία να αντιμετωπισθούν με τη χρήση πλακών και βιδών (κοχλίων) ως υλικών οστεοσύνθεσης. Η επιλογή της οστεοσύνθεσης γίνεται σε κατάγματα που δεν μπορεί να αντιμετωπισθούν με ενδομυελική ήλωση, όπως στις περιπτώσεις εκείνες που το κάταγμα επεκτείνεται στην άρθρωση του γόνατος. Σε αυτή την περίπτωση τα οστικά τεμάχια πρώτα οστεοσυντίθενται και έπειτα σταθεροποιούνται με ειδικές βίδες και πλάκες στην εξωτερική επιφάνεια του οστού.

Εξωτερική οστεοσύνθεση:

Στην περίπτωση αυτή μεταλλικές βίδες και καρφίδες τοποθετούνται στην κνήμη και μάλιστα πάνω και κάτω από την περιοχή του κατάγματος. Η κατασκευή αυτή συγκρατείται με ράβδους στη σωστή θέση και με τον τρόπο αυτό σταθεροποιείται το κάταγμα για να μπορέσει να πωρωθεί. Αν και με την εξωτερική οστεοσύνθεση πετυχαίνουμε καλά αποτελέσματα, ωστόσο, το να έχει ο ασθενής υλικά έξω από το σώμα του δεν είναι και τόσο δημοφιλές πια.

Το χρονικό διάστημα για την επιστροφή στις καθημερινές δραστηριότητες του ασθενούς ποικίλει ανάλογα με τον τύπο του κατάγματος. Κάποια κατάγματα διάφυσης της κνήμης πωρώνονται μέσα σε διάστημα 4 μηνών ενώ κάποια άλλα χρειάζονται 6 μήνες ή και περισσότερο. Αυτό γίνεται περισσότερο εμφανές με τα ανοιχτά κατάγματα ή με κατάγματα ηλικιωμένων και καταβεβλημένων ασθενών.

  • Γρήγορη κινητοποίηση. Πολλοί ιατροί ενθαρύνουν την έναρξη πρώιμης κινητοποίησης στην αρχική περίοδο της αποκατάστασης. Για παράδειγμα, αν συνυπάρχει με το κάταγμα τραυματισμός των μαλακών ιστών, τότε το γόνατο, η ποδοκνημική και τα δάκτυλα κινητοποιούνται γρήγορα για την πρόληψη δυσκαμψίας.
  • Φυσικοθεραπεία. Καθώς φοράει ο ασθενής το νάρθηκα, μπορεί να χάσει κάποια από τη μυϊκή του ισχύ και να εμφανισθεί μυϊκή ατροφία στην τραυματισμένη περιοχή. Οι ασκήσεις κατά τη διάρκεια της περιόδου του τραυματισμού αλλά και μετά την αφαίρεση του νάρθηκα είναι σημαντικές. Θα βοηθήσουν στην αποκατάσταση της φυσιολογικής μυϊκής δύναμης και του εύρους κίνησης.
  • Φόρτιση με βάρος. Κατά την έναρξη της βάδισης, ο ασθενής θα χρειασθεί πατερίτσες.

Είναι πολύ σημαντικό να ακολουθούνται οι ιατρικές οδηγίες όσον αφορά τη φόρτιση του πάσχοντος σκέλους με βάρος για την αποφυγή προβλημάτων. Ο πόνος σταματά συνήθως πολύ πριν το οστό γίνει και πάλι συμπαγές για να αναπεξέλθει στις καθημερινές προκλήσεις. Γι’αυτό χρειάζεται προσοχή να μην φορτίζεται παραπάνω από όσο αντέχει κατά το χρονικό διάστημα της αποκατάστασης, με αποτέλεσμα να σπάσει ξανά και να οδηγηθεί ο ασθενής πάλι στο χειρουργείο.

Επιπλοκές:

  • Τα κοφτερά οστικά τεμάχια μπορεί να κόψουν ή να σχίσουν γειτονικά παρακείμενους μύες, νεύρα ή αγγεία.
  • Το υπερβολικό οίδημα μπορεί να οδηγήσει σε σύνδρομο διαμερίσματος, μια κατασταση όπου το οίδημα κόβει την αιματική ροή στο σκέλος. Αυτό μπορεί να έχει πολύ άσχημες συνέπειες και απαιτεί επείγουσα χειρουργική αντιμετώπιση όταν διαγνωσθεί.
  • Τα ανοιχτά κατάγματα μπορεί να οδηγήσουν σε οξεία ή χρόνια λοίμωξη των οστών ή οστεομυελίτιδα, παρόλο που η πρόληψη της λοίμωξης έχει προχωρήσει αρκετά τη σύγχρονη εποχή.

Κατάγματα επιγονατίδας

Τα κατάγματα της επιγονατίδας αποτελούν το 1% όλων των καταγμάτων. Συναντώνται πιο συχνά σε άτομα ηλικίας 20-50 ετών, ενώ οι άνδρες προσβάλλονται σε διπλάσια συχνότητα απ’ότι οι γυναίκες

Τα κατάγματα της επιγονατίδας ποικίλουν σε σχήμα και σοβαρότητα. Το οστό μπορεί να σπάσει σε ένα σημείο ή ακόμα και σε περισσότερα. Η καταγματική γραμμή μπορεί να βρίσκεται στο πάνω τμήμα, στο μέσον ή στο κάτω τμήμα της επιγονατίδας. Σε κάποιες περιπτώσεις το κάταγμα μπορεί να είναι σε περισσότερες της μιας θέσης στην επιγονατίδα

ΣΤΑΘΕΡΟ ΚΑΤΑΓΜΑ: Το κάταγμα αυτό είναι μη παρεκτοπισμένο. Τα δύο άκρα του κατεαγότος οστού βρίσκονται σε επαφή μεταξύ τους και είναι ευθυγραμμισμένα. Σε αυτό τον τύπο του κατάγματος τα οστά επουλώνονται (πωρώνονται) σε σωστή θέση.

ΠΑΡΕΚΤΟΠΙΣΜΕΝΟ ΚΑΤΑΓΜΑ: Όταν ένα οστό σπάσει και είναι παρεκτοπισμένο, τα άκρα του κατάγματος διαχωρίζονται μεταξύ τους και δεν βρίσκονται σε ευθυγράμμιση. Το είδος αυτό του κατάγματος συνήθως απαιτεί χειρουργείο για την αντιμετώπισή του.

ΣΥΝΤΡΙΠΤΙΚΟ ΚΑΤΑΓΜΑ: Πολύ ασταθές κάταγμα. Το οστό σπάει σε 3 ή περισσότερα τεμαχια.

ΑΝΟΙΚΤΟ ΚΑΤΑΓΜΑ: Στην περίπτωση αυτή το δέρμα έχει σχιστεί και το οστό έχει εκτεθεί στο περιβάλλον. Αυτού του είδους οι τραυματισμοί δημιουργούν πολύ μεγαλύτερη ζημιά στους περιβάλλοντες ιστούς (μύες, συνδέσμους). Τα ανοιχτά κατάγματα έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα επιπλοκών και απαιτούν περισσότερο χρόνο για την επούλωσή τους.

Τα κύρια συμπτώματα του κατάγματος επιγονατίδας προκαλούν πόνο και οίδημα στην εμπρόσθια επιφάνεια του γόνατος.

Επιπρόσθετα συμπτώματα είναι:

  • Μωλωπισμός
  • Αδυναμία έκτασης του γόνατος
  • Αδυναμία βάδισης

ΣΥΝΤΗΡΗΤΙΚΗ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ

Εάν τα τεμάχια του οστού δεν έχουν παρεκτοπισθεί,είναι δυνατό να μην απαιτηθεί χειρουργείο. Νάρθηκες μπορεί να χρησιμοποιηθούν για να κρατήσουν ευθειασμένο το γόνατο.Δεν επιτρέπεται η φόρτιση του γόνατος με βάρος μέχρι να γίνει η πώρωση του κατάγματος, δηλαδή 6-8 εβδομάδες μετά τον τραυματισμό. Σε αυτό το διάστημα ενθαρρύνεται η χρήση βοηθημάτων.

ΧΕΙΡΟΥΡΓΙΚΗ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ

Στην περίπτωση της επιλογής χειρουργικής αντιμετώπισης για τη θεραπεία καταγμάτων επιγονατίδας, τα κατεαγότα οστά βρίσκονται σε απόσταση μεταξύ τους λόγω της δράσης ισχυρών μυών που ασκούν παρεκτοπιστική επίδραση.

Κατάγματα δίκην χλωρού ξύλου σε παιδιά

Το κάταγμα δίκην χλωρού ξύλου προκαλείται όταν κάμπτεται και σπάει το οστούν, χωρίς να χωριστεί σε δύο κομμάτια Το κάταγμα μοιάζει με οτιδήποτε συμβαίνει όταν προσπαθεί να σπάσει ένα μικρό χλωρό κλαδί δένδρου.

Τα περισσότερα από τα κατάγματα δίκην χλωρού ξύλου συμβαίνουν σε παιδιά κάτω των 10 ετών, διότι σ΄αυτές τις ηλικίες τα οστά είναι πιο έυκαμπτα, σε σύγκριση με τα οστά των ενηλίκων

Ακόμη και τα ηπιότερα κατάγματα δίκην χλωρού ξύλου πρέπει να ακινητοποιούνται σε γύψινο νάρθηκα, διότι έτσι επιτρέπεται η ταχύτερη επούλωση και προστατεύει το οστούν, ώστε αν ξαναπέσει το παιδί να μη σπάσει τελείως.